διασύροντας

διασύροντας
διασύ̱ροντας , διασύρω
tear in pieces
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναικισσορεύω — (Α) υποτιμώ, δυσφημώ, εξευτελίζω κάποιον («ναικισσορεύοντας επίτηδες διασύροντας και εξευτελίζοντας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το α συνθετικό ναικι είναι ίσως το ναί χι (< ναί + χί, πρβλ. ου χί, μη χί). Βλ. και λ. ναικισσήρεις] …   Dictionary of Greek

  • χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”